απολαβή

απολαβή
Η ωφέλεια, το κέρδος· (πληθ.) το εισόδημα, o μισθός. Ο όρος εξ απολαβής είναι ναυτικός και σημαίνει τον περιορισμό της ταχύτητας ενός σχοινιού, είτε περιτυλίγοντάς το σε στύλο ή πάσσαλο, είτε συγκρατώντας το με το χέρι (χέρι-παρά-χέρι). Στη ραδιοηλεκτρολογία, α. μιας κεραίας είναι ο λόγος της ισχύος που ακτινοβολείται από την κεραία προς την ισχύ που ακτινοβολείται προς την κατεύθυνση της μέγιστης ακτινοβολίας από δίπολη κεραία μισού μήκους κύματος, όταν τροφοδοτηθεί από την ίδια ισχύ εξόδου. Στις τηλεπικοινωνίες, α. ενός ενισχυτή ή μιας βαθμίδας του ορίζεται ο λόγος της τιμής που απέκτησε ένα από τα ηλεκτρικά μεγέθη (τάση, ένταση, ισχύς) στην έξοδο της διάταξης προς την τιμή που είχε το μέγεθος αυτό στην είσοδο. Ανάλογα με το μέγεθος που εξετάζουμε, έχουμε α. ισχύος, τάσης και έντασης. Αν η α. είναι μικρότερη της μονάδας, τότε λέγεται στην επιστημονική ορολογία απόσβεση.
* * *
η
1. κέρδος, πρόσοδος
2. η ενίσχυση
3. στον πληθ. οι απολαβές
εισόδημα, μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Περβάνογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απολαβή — η 1. εισόδημα, κέρδος: Η απολαβή του από τους αγώνες εκείνους ήταν πίκρες και στενοχώριες. 2. στον πληθ., απολαβές αποδοχές, μισθός: Τον τελευταίο καιρό οι απολαβές του είχαν κάπως αυξηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολάβῃ — ἀπολαμβάνω take aor subj mp 2nd sg ἀπολαμβάνω take aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολάβηι — ἀπολάβῃ , ἀπολαμβάνω take aor subj mp 2nd sg ἀπολάβῃ , ἀπολαμβάνω take aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • καζάντια — η και καζάντι και καζάντιο, το 1. κέρδος, όφελος, απολαβή από εργασία ή εμπορικές συναλλαγές κ.λπ., απόκτηση περιουσίας 2. φρ. (χλευαστ.) «είδαμε την (ή τα) καζάντια σου» είδαμε την προκοπή σου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. καζαντίζω] …   Dictionary of Greek

  • καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί …   Dictionary of Greek

  • κομφορμισμός — Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”